- μπουφές
- 1) bahut2) bar3) buffet
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
μπουφές — ο 1. έπιπλο για τη φύλαξη επιτραπέζιων σκευών 2. τμήμα κέντρου αναψυχής, όπου σερβίρονται ποτά ή πρόχειρο φαγητό, κυλικείο 3. τραπέζι με μεζέδες οι οποίοι προσφέρονται σε γιορτή ή συγκέντρωση, κατά την οποία οι καλεσμένοι σερβίρονται μόνοι τους… … Dictionary of Greek
μπουφές — ο πληθ. έδες (λ. γαλλ.) 1. έπιπλο μέσα στο οποίο φυλάγονται τα γυαλικά του σπιτιού. 2. κυλικείο: Πήραμε καφέδες από τον μπουφέ της σχολής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυλικείο — το (Α κυλικεῑον) [κύλιξ] τραπέζι με ποτά και ποτήρια νεοελλ. 1. τραπέζι με ποτά ή και φαγητά που προσφέρονται σε καλεσμένους, μπουφές («μετά τη διάλεξη θα υπάρχει κυλικείο») 2. ειδικός χώρος σε κτήρια, σιδηροδρόμους, πλοία κ.α., όπου πωλούνται… … Dictionary of Greek
σερβάντα — και σερβάν, η, Ν έπιπλο τής τραπεζαρίας, γνωστό και ως μπουφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. servante «υπηρέτρια» < servir (< λατ. servio «υπηρετώ»). Το έπιπλο ονομάστηκε έτσι, επειδή εξυπηρετούσε στο σερβίρισμα] … Dictionary of Greek
σκευοθήκη — η, ΝΑ, και δωρ. τ. σκεοθήκα και σκευοθήκα και σχεοθήκη Α 1. θήκη, έπιπλο όπου τοποθετούνται και φυλάγονται διάφορα σκεύη («εἴρηται γὰρ οὕτως ἡ τῶν ποτηρίων σκευοθήκη», Αθήν.) 2. αποθήκη σκευών νεοελλ. 1. ναυτ. διαμέρισμα τού πλοίου, κατά κανόνα… … Dictionary of Greek
Ντονιτσέτι, Γκαετάνο — (Gaetano Donizetti, Μπέργκαμο 1797 – 1848). Ιταλός μουσικός. Από φτωχή οικογένεια, άρχισε νεώτατος να σπουδάζει μουσική πρώτα στο Μπέργκαμο και κατόπιν στη Μπολόνια. Πολύ γρήγορα ασχολήθηκε με το μελόδραμα και παρουσίασε την πρώτη του όπερα το… … Dictionary of Greek
αλεπτούργητος — η, ο αυτός τον οποίο δε λεπτούργησαν: Ο μπουφές έμεινε αλεπτούργητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αμετακόμιστος — η, ο 1. αυτός που δε μετακομίστηκε: Τα πράγματά μας είναι ακόμη αμετακόμιστα. 2. αυτός που δεν μπορεί να μετακομιστεί: Αυτός ο μπουφές είναι αμετακόμιστος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κυλικείο — το 1. τράπεζα πάνω στην οποία έχουν παρατεθεί διάφορα γλυκά, ποτά, οπωρικά κ.ά., για τους προσκαλεσμένους στην εσπερίδα, μπουφές. 2. το διαμέρισμα οικίας που παρατέθηκαν τα παραπάνω, ή το ειδικό διαμέρισμα πλοίου ή σιδηροδρομικού σταθμού κτλ.,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σκευοθήκη — η 1. αποθήκη σκευών, σκευοφυλάκιο. 2. έπιπλο στο οποίο φυλάγονται διάφορα σκεύη, μπουφές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)